- μεταχθόνιος
- μεταχθόνιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά, ο επίγειος («μεταχθονίου χιτῶνος» — χιτώνα σαν αυτόν που φορούν οι άνθρωποι στη γη, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χθονός (πρβλ. καταχθόνιος)].
Dictionary of Greek. 2013.